αϊδημητριάτικος

αϊδημητριάτικος
-ο, [αϊδημητριάτης]
ο αγιοδημητριάτικος*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αϊδημητριάτικος — αϊδημητριάτικος, η, ο και αγιοδημητριάτικος, η, ο 1. αυτός που ανήκει στο μήνα της γιορτής του Αϊ Δημήτρη (Οκτώβριο). 2. το ουδ. ως ουσ., αϊδημητριάτικο και αγιοδημητριάτικο σημαίνει το χρυσάνθεμο: Του πήγε ένα μπουκέτο ωραία αγιοδημητριάτικα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγιοδημητριάτικος — και αϊδημητριάτικος, η, ο [άγιος Δημήτρης, αϊ Δημήτρης] αυτός που αναφέρεται στην γιορτή τού αγίου Δημητρίου (26 Οκτωβρίου) ή αυτός που συμπίπτει με αυτήν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”